Αποφασισμένος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: αποφασισμένος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
определя, определено, определена, определят, определен
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποφασισμένος
είμαι αποφασισμένος, αποφασισμένος αγγλικα, αποφασισμένος στίχοι, αποφασισμένος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αποφασισμένος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- αποφαίνομαι στα βουλγαρικά - apofainomai
- αποφασίζω στα βουλγαρικά - решение, правило, решат, реши, да реши, решите, решава
- αποφασιστικός στα βουλγαρικά - решителен, решаващ, решаващо, решаваща, решителни
- αποφασιστικότητα στα βουλγαρικά - решение, решителност, определяне, определянето, определяне на, решимост
Τυχαίες λέξεις
Αποφασισμένος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: определя, определено, определена, определят, определен
Μεταφράσεις: определя, определено, определена, определят, определен