Αποφασισμένος στα ολλανδικά

Μετάφραση: αποφασισμένος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beslist, vastbesloten, vastberaden, bepaald, vastgesteld, bepalen
Αποφασισμένος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποφασισμένος

είμαι αποφασισμένος, αποφασισμένος αγγλικα, αποφασισμένος στίχοι, αποφασισμένος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αποφασισμένος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αποφαίνομαι στα ολλανδικά - apofainomai
  • αποφασίζω στα ολλανδικά - beheersen, regeren, regel, besluit, beginsel, grondbeginsel, declaratie, ...
  • αποφασιστικός στα ολλανδικά - cruciaal, finaal, beslissend, beslissende, doorslaggevend, doorslaggevende, bepalend
  • αποφασιστικότητα στα ολλανδικά - doelwit, uitspraak, doelstelling, strekking, bedoeling, vaststelling, honk, ...
Τυχαίες λέξεις
Αποφασισμένος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: beslist, vastbesloten, vastberaden, bepaald, vastgesteld, bepalen