Αποφασισμένος στα γαλλικά
Μετάφραση: αποφασισμένος, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
décisif, affirmatif, délibéré, décidé, ferme, résolu, déterminé, péremptoire, déterminée, déterminer, déterminés, déterminées
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποφασισμένος
είμαι αποφασισμένος, αποφασισμένος αγγλικα, αποφασισμένος στίχοι, αποφασισμένος λεξικό γλώσσας γαλλικά, αποφασισμένος στα γαλλικά
Μεταφράσεις
- αποφαίνομαι στα γαλλικά - adjuger, déclarer, arbitrer, décider, juger, résoudre, apofainomai
- αποφασίζω στα γαλλικά - instruction, placer, règne, décidons, dénouer, ordonnance, déterminer, ...
- αποφασιστικός στα γαλλικά - résolu, décidé, péremptoire, décisif, affirmatif, ferme, tranchant, ...
- αποφασιστικότητα στα γαλλικά - parti, qualification, but, conclusion, décision, arrêté, fermeté, ...
Τυχαίες λέξεις
Αποφασισμένος στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: décisif, affirmatif, délibéré, décidé, ferme, résolu, déterminé, péremptoire, déterminée, déterminer, déterminés, déterminées
Μεταφράσεις: décisif, affirmatif, délibéré, décidé, ferme, résolu, déterminé, péremptoire, déterminée, déterminer, déterminés, déterminées