Αποφασισμένος στα ισλανδικά
Μετάφραση: αποφασισμένος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ákvarðað, ákvörðuð, ákvarða, ræðst, ákveðið
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποφασισμένος
είμαι αποφασισμένος, αποφασισμένος αγγλικα, αποφασισμένος στίχοι, αποφασισμένος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αποφασισμένος στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- αποφαίνομαι στα ισλανδικά - apofainomai
- αποφασίζω στα ισλανδικά - einsetja, ákveða, ráða, yfirráð, ríkja, afráða, drottna, ...
- αποφασιστικός στα ισλανδικά - afgerandi, úrslitum, ræður, sköpum, ráðið úrslitum
- αποφασιστικότητα στα ισλανδικά - festa, ákvörðun, ákvarða, ákvarðað, að ákvarða, ákvörðunar
Τυχαίες λέξεις
Αποφασισμένος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: ákvarðað, ákvörðuð, ákvarða, ræðst, ákveðið
Μεταφράσεις: ákvarðað, ákvörðuð, ákvarða, ræðst, ákveðið