Γεννοβολώ στα βουλγαρικά

Μετάφραση: γεννοβολώ, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
порода, размножаване, хвърлящата хайвер, на хвърлящата хайвер, хайвер, Spawning
Γεννοβολώ στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γεννοβολώ

γεννοβολώ λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, γεννοβολώ στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • γενναιότητα στα βουλγαρικά - храброст, смелост, смелостта, храбростта
  • γεννητικός στα βουλγαρικά - генеративен, генеративния, генеративната, генеративна, генеративно
  • γεννώ στα βουλγαρικά - мечка', мечка, теля се, откъсвам се, Calve, срутвам се
  • γενοκτονία στα βουλγαρικά - геноцид, геноцида, на геноцид, в геноцид
Τυχαίες λέξεις
Γεννοβολώ στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: порода, размножаване, хвърлящата хайвер, на хвърлящата хайвер, хайвер, Spawning