Γεννοβολώ στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: γεννοβολώ, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
мрестење, мрест, стартувала, мрестот, мрестењето
Γεννοβολώ στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γεννοβολώ

γεννοβολώ λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, γεννοβολώ στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • γενναιότητα στα σλαβομακεδονικά - храброста, храброст, смелост, храброста на, за храброста
  • γεννητικός στα σλαβομακεδονικά - генеративен, генеративна, генеративни
  • γεννώ στα σλαβομακεδονικά - мечката, Calvé, срутвам
  • γενοκτονία στα σλαβομακεδονικά - геноцид, геноцидот, за геноцид, геноцидот во
Τυχαίες λέξεις
Γεννοβολώ στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: мрестење, мрест, стартувала, мрестот, мрестењето