Δακτυλίδι στα βουλγαρικά
Μετάφραση: δακτυλίδι, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пръстен, пръстена, пръстенна, пръстенен
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δακτυλίδι
δαχτυλίδι στον αντίχειρα, δαχτυλίδι στο στομάχι, δαχτυλιδι σεβαλιε, δαχτυλίδι αρραβώνων δαχτυλιδια αρραβωνων, δαχτυλίδι του μίνωα, δακτυλίδι λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, δακτυλίδι στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- δαίμονας στα βουλγαρικά - демон, демони, демона, бяс
- δαγκώνω στα βουλγαρικά - хапя, хапят, ухапе, хапе, ухапване
- δακτυλογραφώ στα βουλγαρικά - тип, пиша на пишеща машина
- δακτύλιος στα βουλγαρικά - гольо, пръстен, пръстена, пръстенна, пръстенен
Τυχαίες λέξεις
Δακτυλίδι στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: пръстен, пръстена, пръстенна, пръстенен
Μεταφράσεις: пръстен, пръстена, пръстенна, пръстенен