Δεσμίδα στα βουλγαρικά
Μετάφραση: δεσμίδα, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
топ хартия, зенкеровам, райберовам, топа
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δεσμίδα
δεσμίδα 11 εισιτηρίων, μονήρης δεσμίδα, τοξοειδής δεσμίδα, τοξοειδή δεσμίδα, δεσμίδα χαρτονομισμάτων, δεσμίδα λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, δεσμίδα στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- δεξιός στα βουλγαρικά - плавай, коригирам, верен, правилен, надясно, право, десен, ...
- δερμάτινος στα βουλγαρικά - кожа, в, на, по, през, във
- δεσμευτικός στα βουλγαρικά - подвързване, обвързване, задължителен, свързващ, обвързващи
- δεσμεύω στα βουλγαρικά - спъвам, Fetter, Фетър, на Фетер, Фетер и
Τυχαίες λέξεις
Δεσμίδα στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: топ хартия, зенкеровам, райберовам, топа
Μεταφράσεις: топ хартия, зенкеровам, райберовам, топа