Δεσμίδα στα ουκρανικά
Μετάφραση: δεσμίδα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
групувати, клунок, пучок, в'язка, стопа, стопу
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δεσμίδα
δεσμίδα 11 εισιτηρίων, μονήρης δεσμίδα, τοξοειδής δεσμίδα, τοξοειδή δεσμίδα, δεσμίδα χαρτονομισμάτων, δεσμίδα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, δεσμίδα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- δεξιός στα ουκρανικά - снасті, оснастка, оснащення, право, права
- δερμάτινος στα ουκρανικά - малий, найменший, замалий, в, у, до, на
- δεσμευτικός στα ουκρανικά - з'єднання, зв'язування, обкладинка, оправа, обов'язковий, обов'язкова, обов'язкового, ...
- δεσμεύω στα ουκρανικά - учинити, затримувати, робити, зв'язувати, вчинити, зраджувати, оправити, ...
Τυχαίες λέξεις
Δεσμίδα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: групувати, клунок, пучок, в'язка, стопа, стопу
Μεταφράσεις: групувати, клунок, пучок, в'язка, стопа, стопу