Διακυμαίνομαι στα βουλγαρικά

Μετάφραση: διακυμαίνομαι, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
печка, диапазон, колебаят, колебае, се колебае, се колебаят, да варира
Διακυμαίνομαι στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διακυμαίνομαι

διακυμαίνομαι λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, διακυμαίνομαι στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • διακριτικότητα στα βουλγαρικά - дискретност, преценка, усмотрение, право на преценка, свобода на преценка
  • διακυβεύω στα βουλγαρικά - рисковата, залог, дял, кол, риск, дела
  • διακόπτης στα βουλγαρικά - замяна, заместване, възстановяване, връщане, прекъсвач, ключ, превключвател, ...
  • διακόπτω στα βουλγαρικά - пауза, прекъсвам, прекъсне, прекъсва, прекъсват, прекъснете
Τυχαίες λέξεις
Διακυμαίνομαι στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: печка, диапазон, колебаят, колебае, се колебае, се колебаят, да варира