Διακυμαίνομαι στα τούρκικα

Μετάφραση: διακυμαίνομαι, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
menzil, fırın, alan, ocak, soba, erim, dalgalanma, dalgalanmaya, dalgalanabilir, dalgalanması, dalgalanıyor
Διακυμαίνομαι στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διακυμαίνομαι

διακυμαίνομαι λεξικό γλώσσας τούρκικα, διακυμαίνομαι στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • διακριτικότητα στα τούρκικα - takdir, takdirine, takdirine bağlı, takdir yetkisi, takdiri
  • διακυβεύω στα τούρκικα - riziko, şans, uzlaşma, tehlike, kumar, risk, kazık, ...
  • διακόπτης στα τούρκικα - anahtar, şalter, ateşleme, anahtarı, düğmesi, şalteri, geçiş
  • διακόπτω στα τούρκικα - kesmek, kesme, durdurmak, kesintiye, yarıda
Τυχαίες λέξεις
Διακυμαίνομαι στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: menzil, fırın, alan, ocak, soba, erim, dalgalanma, dalgalanmaya, dalgalanabilir, dalgalanması, dalgalanıyor