Δοιάκι στα βουλγαρικά

Μετάφραση: δοιάκι, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лост, румпел, издънка, манивела, мост на кормило
Δοιάκι στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δοιάκι

το δοιάκι, δοιάκι λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, δοιάκι στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • διότι στα βουλγαρικά - защото, понеже, тъй, поради, тъй като
  • διώρυγα στα βουλγαρικά - канал, канала, канали, на канала
  • δοκάρι στα βουλγαρικά - навън, вън, от, по, на
  • δοκίμια στα βουλγαρικά - есе, опитвам, пробвам, очерк, есета, есетата, съчинения
Τυχαίες λέξεις
Δοιάκι στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: лост, румпел, издънка, манивела, мост на кормило