Δοιάκι στα ουγγρικά
Μετάφραση: δοιάκι, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kormányrúd, kormánylapát, földművelő, Tiller, Talajmarókések, kormányrudat
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δοιάκι
το δοιάκι, δοιάκι λεξικό γλώσσας ουγγρικά, δοιάκι στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- διότι στα ουγγρικά - mert, mivel, miatt
- διώρυγα στα ουγγρικά - csatorna, Canal, csatornára, csatornán
- δοκάρι στα ουγγρικά - támasztóoszlop, becsületes, kapufa, elhelyezkedés, postakocsi, cölöp, ki, ...
- δοκίμια στα ουγγρικά - esszé, esszék, esszéket, Essays, tanulmányok, esszét
Τυχαίες λέξεις
Δοιάκι στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: kormányrúd, kormánylapát, földművelő, Tiller, Talajmarókések, kormányrudat
Μεταφράσεις: kormányrúd, kormánylapát, földművelő, Tiller, Talajmarókések, kormányrudat