Δοιάκι στα ολλανδικά

Μετάφραση: δοιάκι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stuur, roer, landbouwer, helmstok, dissel, tiller, uitloper
Δοιάκι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δοιάκι

το δοιάκι, δοιάκι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, δοιάκι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • διότι στα ολλανδικά - omdat, doordat, daar, aangezien, want, vanwege
  • διώρυγα στα ολλανδικά - gracht, vaart, wijk, kanaal, canal, het kanaal, de gracht
  • δοκάρι στα ολλανδικά - post, wachtpost, aanplakken, werkkring, verticaal, versturen, rechtop, ...
  • δοκίμια στα ολλανδικά - uitproberen, beproeven, poging, trachten, essay, dissertatie, proberen, ...
Τυχαίες λέξεις
Δοιάκι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: stuur, roer, landbouwer, helmstok, dissel, tiller, uitloper