Δυσκίνητος στα βουλγαρικά

Μετάφραση: δυσκίνητος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тромав, тромава, тромави, тромаво, тежък
Δυσκίνητος στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δυσκίνητος

δυσκίνητος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, δυσκίνητος στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • δυσαρεστώ στα βουλγαρικά - сърдя, не се харесвам на, зловиди, се харесвам
  • δυσεπίλυτος στα βουλγαρικά - неподатлив, упорит, неподатлива, трудно разрешими, неподатлива на
  • δυσκαμψία στα βουλγαρικά - липса на гъвкавост, непреклонност, липсата на гъвкавост, липсата на гъвкавост на
  • δυσκολία στα βουλγαρικά - трудности, затруднение, трудност, затруднения, затруднено
Τυχαίες λέξεις
Δυσκίνητος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: тромав, тромава, тромави, тромаво, тежък