Δυσκίνητος στα τούρκικα

Μετάφραση: δυσκίνητος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hantal, ağır, hantal bir, külfetli, zahmetli
Δυσκίνητος στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δυσκίνητος

δυσκίνητος λεξικό γλώσσας τούρκικα, δυσκίνητος στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • δυσαρεστώ στα τούρκικα - gücendirmek, canını sıkmak, sinirlendirmek, hoşuna gitmemek, darıltmak
  • δυσεπίλυτος στα τούρκικα - karışık, inatçı, dirençli, zorlu, tedaviye dirençli, çetin
  • δυσκαμψία στα τούρκικα - kararlılık, inflexibility, değişmezlik, katılığı, esnek olmama
  • δυσκολία στα τούρκικα - zorluk, güçlük, zorluğu, güçlüğü, zorluk seviyesi
Τυχαίες λέξεις
Δυσκίνητος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: hantal, ağır, hantal bir, külfetli, zahmetli