Επιπλέω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: επιπλέω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
плувка, поплавък, флоат, поплавъка, флоатно
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιπλέω
επιπλέω στα αγγλικά, επιπλέω αρχαια, επιπλέω κλιση, επιπλέω λεξικο, επιπλέω αγγλικα, επιπλέω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, επιπλέω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- επινοώ στα βουλγαρικά - завещание, монета, монети, монетата, на монети
- επιπλέον στα βουλγαρικά - допълнителен, допълнителна, допълнително, допълнителни, допълнителната
- επιπλήττω στα βουλγαρικά - порицавам, изобличавай, изобличавайте, изоблича, укорявам
- επιπλοκή στα βουλγαρικά - усложнение, усложнения, усложняване
Τυχαίες λέξεις
Επιπλέω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: плувка, поплавък, флоат, поплавъка, флоатно
Μεταφράσεις: плувка, поплавък, флоат, поплавъка, флоатно