Επιπλέω στα ουγγρικά
Μετάφραση: επιπλέω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
úszógömb, úszó, float, úsztatott, lebegnek, úszót
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιπλέω
επιπλέω στα αγγλικά, επιπλέω αρχαια, επιπλέω κλιση, επιπλέω λεξικο, επιπλέω αγγλικα, επιπλέω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, επιπλέω στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- επινοώ στα ουγγρικά - végrendelkezés, érme, érmét, pénzérme, érem, coin
- επιπλέον στα ουγγρικά - további, kiegészítő, egyéb, pótlólagos, járulékos
- επιπλήττω στα ουγγρικά - rendreutasítás, rosszall, megfeddem, megfeddi, fedd, fedd meg
- επιπλοκή στα ουγγρικά - bonyodalom, szövődmény, komplikáció, szövődménye, komplikációt
Τυχαίες λέξεις
Επιπλέω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: úszógömb, úszó, float, úsztatott, lebegnek, úszót
Μεταφράσεις: úszógömb, úszó, float, úsztatott, lebegnek, úszót