Θριαμβεύω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: θριαμβεύω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
триумф, триумфа, тържество, триумфално, триумфира
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θριαμβεύω
θριαμβεύω αντώνυμο, θριαμβεύω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, θριαμβεύω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- θριαμβευτικά στα βουλγαρικά - тържествуващо, ликуващо, радостно
- θριαμβευτικός στα βουλγαρικά - триумфиращ, тържествуващ, победоносен, триумфално, триумфалното
- θρυαλλίδα στα βουλγαρικά - предпазител, бушон, предпазители, предпазителя, предпазителите
- θρυλικός στα βουλγαρικά - легендарен, Легендарният, легендарния, Legendary, Легендарната
Τυχαίες λέξεις
Θριαμβεύω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: триумф, триумфа, тържество, триумфално, триумфира
Μεταφράσεις: триумф, триумфа, тържество, триумфално, триумфира