Θριαμβεύω στα ουκρανικά
Μετάφραση: θριαμβεύω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
тріумф, торжество, Триумф, успіх
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θριαμβεύω
θριαμβεύω αντώνυμο, θριαμβεύω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, θριαμβεύω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- θριαμβευτικά στα ουκρανικά - переможно, радісно, радо
- θριαμβευτικός στα ουκρανικά - звитяжний, радісний, торжествуючий, переможний, тріумфуючий, тріумфує, що тріумфує
- θρυαλλίδα στα ουκρανικά - котрий, запобіжник, предохранитель
- θρυλικός στα ουκρανικά - легендарно, легендарний, легендарне
Τυχαίες λέξεις
Θριαμβεύω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: тріумф, торжество, Триумф, успіх
Μεταφράσεις: тріумф, торжество, Триумф, успіх