Θριαμβεύω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: θριαμβεύω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
triturar, triunfar, jubilar, triunfo, vitória, o triunfo, sucesso
Θριαμβεύω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: θριαμβεύω

θριαμβεύω αντώνυμο, θριαμβεύω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, θριαμβεύω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • θριαμβευτικά στα πορτογαλικά - jubilantemente, jubilantly, júbilo, jubilosamente, com júbilo
  • θριαμβευτικός στα πορτογαλικά - triunfante, triunfal, triunfo, triunfantes, vitoriosa
  • θρυαλλίδα στα πορτογαλικά - pavio, mecha, fusível, fusível de, do fusível, de fusível, fuse
  • θρυλικός στα πορτογαλικά - legendário, legenda, lendário, Legendary, lendária, O lendário
Τυχαίες λέξεις
Θριαμβεύω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: triturar, triunfar, jubilar, triunfo, vitória, o triunfo, sucesso