Θριαμβεύω στα εσθονικά
Μετάφραση: θριαμβεύω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
triumf, võidutsema, triumfi, võidukäik, triumph, võiduks
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θριαμβεύω
θριαμβεύω αντώνυμο, θριαμβεύω λεξικό γλώσσας εσθονικά, θριαμβεύω στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- θριαμβευτικά στα εσθονικά - juubeldavalt
- θριαμβευτικός στα εσθονικά - võidukas, võidukalt, võiduka, võidukat, Voittoisa
- θρυαλλίδα στα εσθονικά - miks, milleks, kaitse, fuse, kaitsme, Kaitsmete, kaitsmed Kaitsmete
- θρυλικός στα εσθονικά - legendaarne, legendaarse, Legendary, legendaarset, legendaarsed
Τυχαίες λέξεις
Θριαμβεύω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: triumf, võidutsema, triumfi, võidukäik, triumph, võiduks
Μεταφράσεις: triumf, võidutsema, triumfi, võidukäik, triumph, võiduks