Ιθαγενής στα βουλγαρικά
Μετάφραση: ιθαγενής, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
присъщ, местен, местни, местното, местният
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ιθαγενής
ιθαγενής αγγλικά, ιθαγενής λαοί, συνωνυμα ιθαγενής, ιθαγενής ετυμολογία, ιθαγενής ορισμός, ιθαγενής λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ιθαγενής στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- ιερότητα στα βουλγαρικά - святост, сакралност, свещеност, светостта, сакралността
- ιθαγένεια στα βουλγαρικά - гражданство, гражданството, гражданството на, гражданско
- ιθύνω στα βουλγαρικά - управията, правило, вземащите, мейкъри, създателите, създателите на, производители
- ικανά στα βουλγαρικά - способен, в състояние, способни, състояние да, способна
Τυχαίες λέξεις
Ιθαγενής στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: присъщ, местен, местни, местното, местният
Μεταφράσεις: присъщ, местен, местни, местното, местният