Καύσιμο στα βουλγαρικά
Μετάφραση: καύσιμο, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
гориво, запалителен, горими, запалим, запалими, горим
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καύσιμο
καύσιμο λίπους, καψιμο λίπους, καύσιμο αεροπλάνων, καύσιμο kerosun, καύσιμο pellet, καύσιμο λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, καύσιμο στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- καύση στα βουλγαρικά - изгаряне, горене, изгарянето, изгаряне на, парене
- καύσιμα στα βουλγαρικά - гориво, на гориво, горивото, горива
- καύσιμος στα βουλγαρικά - горчим, запалителен, горими, запалим, запалими, горим
- κείμαι στα βουλγαρικά - keimai
Τυχαίες λέξεις
Καύσιμο στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: гориво, запалителен, горими, запалим, запалими, горим
Μεταφράσεις: гориво, запалителен, горими, запалим, запалими, горим