Καύσιμο στα τούρκικα
Μετάφραση: καύσιμο, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yakıt, yanıcı, yanabilir, parlayıcı, yanmayan
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καύσιμο
καύσιμο λίπους, καψιμο λίπους, καύσιμο αεροπλάνων, καύσιμο kerosun, καύσιμο pellet, καύσιμο λεξικό γλώσσας τούρκικα, καύσιμο στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- καύση στα τούρκικα - yanan, yanma, yazma, yakma, yakıcı
- καύσιμα στα τούρκικα - yakıt, akaryakıt, yakıtı, fuel
- καύσιμος στα τούρκικα - tutuşabilir, yanıcı, yanabilir, yakıt, parlayıcı, yanmayan
- κείμαι στα τούρκικα - keimai
Τυχαίες λέξεις
Καύσιμο στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: yakıt, yanıcı, yanabilir, parlayıcı, yanmayan
Μεταφράσεις: yakıt, yanıcı, yanabilir, parlayıcı, yanmayan