Καύσιμο στα λιθουανικά
Μετάφραση: καύσιμο, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kuras, degus, degios, degiosios, degi, degiųjų medžiagų
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καύσιμο
καύσιμο λίπους, καψιμο λίπους, καύσιμο αεροπλάνων, καύσιμο kerosun, καύσιμο pellet, καύσιμο λεξικό γλώσσας λιθουανικά, καύσιμο στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- καύση στα λιθουανικά - deginimas, degimo, deginimo, deginant, deginti
- καύσιμα στα λιθουανικά - kuras, kuro, degalų, degalai, kuro tipas
- καύσιμος στα λιθουανικά - degus, degios, degiosios, degi, degiųjų medžiagų
- κείμαι στα λιθουανικά - melas, būti, gulėti, keimai
Τυχαίες λέξεις
Καύσιμο στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: kuras, degus, degios, degiosios, degi, degiųjų medžiagų
Μεταφράσεις: kuras, degus, degios, degiosios, degi, degiųjų medžiagų