Καύσιμο στα ισπανικά

Μετάφραση: καύσιμο, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
combustible, carburante, combustibles, inflamable, de combustible
Καύσιμο στα ισπανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καύσιμο

καύσιμο λίπους, καψιμο λίπους, καύσιμο αεροπλάνων, καύσιμο kerosun, καύσιμο pellet, καύσιμο λεξικό γλώσσας ισπανικά, καύσιμο στα ισπανικά

Μεταφράσεις

  • καύση στα ισπανικά - combustión, ardor, ardiente, incendio, quema
  • καύσιμα στα ισπανικά - combustible, carburante, de combustible, combustibles, del combustible
  • καύσιμος στα ισπανικά - combustible, combustibles, inflamable, de combustible
  • κείμαι στα ισπανικά - mentira, mentir, yacer, keimai
Τυχαίες λέξεις
Καύσιμο στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: combustible, carburante, combustibles, inflamable, de combustible