Κοφτά στα βουλγαρικά
Μετάφραση: κοφτά, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отсечено, рязко, отсече, лаконично, троснато
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κοφτά
κοφτά κουρτινάκια, κοφτά τραπεζομάντηλα, ορθά κοφτά, κοφτά μαγιό, κοφτά κεντήματα, κοφτά λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κοφτά στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- κουφός στα βουλγαρικά - глух, глухи, глуха, глухите, глухо
- κοφίνι στα βουλγαρικά - козина, кош, кошница, кошницата, купи, кошница с
- κοφτερός στα βουλγαρικά - рязък, рязко, остър, остри, рязкото
- κοφτός στα βουλγαρικά - стакато, насечено, стакатото, отсечено, писукащата
Τυχαίες λέξεις
Κοφτά στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: отсечено, рязко, отсече, лаконично, троснато
Μεταφράσεις: отсечено, рязко, отсече, лаконично, троснато