Λίκνο στα βουλγαρικά
Μετάφραση: λίκνο, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
люлка, люлката, гнездо, поставка, гнездото
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λίκνο
λίκνο mothercare, λίκνο μωρού, λίκνο ορισμός, λίκνο polly swing - chicco, λίκνο leander, λίκνο λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, λίκνο στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- λίγο στα βουλγαρικά - малко, малка, малък, малко по, кратко
- λίγοι στα βουλγαρικά - малцина, малко, няколко, някои, важните
- λίμνη στα βουλγαρικά - езеро, Lake, езерото, Лейк, язовир
- λίμπρα στα βουλγαρικά - фунт, лира, килограм, паунд, лири
Τυχαίες λέξεις
Λίκνο στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: люлка, люлката, гнездо, поставка, гнездото
Μεταφράσεις: люлка, люлката, гнездо, поставка, гнездото