Λοιπόν στα βουλγαρικά
Μετάφραση: λοιπόν, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кладенец, след това, тогава, после, след, след което
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λοιπόν
λοιπόν αυτός που γύρευα είμαι, λοιπόν παιδιά μου, λοιπόν περιοδικό, λοιπόν πιστεύεις στον θεό, λοιπόν κοσμικά, λοιπόν λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, λοιπόν στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- λοιδορία στα βουλγαρικά - злоупотребление, насмешка, глупаци, безумните, безумни, глупци, глупаците
- λοιδορώ στα βουλγαρικά - глупаци, безумните, безумни, глупци, глупаците
- λοξά στα βουλγαρικά - косо, под наклон, наклон, наклонено, наклонена
- λοξοδρομώ στα βουλγαρικά - чист, стръмно, истински, прозрачен, абсолютен
Τυχαίες λέξεις
Λοιπόν στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: кладенец, след това, тогава, после, след, след което
Μεταφράσεις: кладенец, след това, тогава, после, след, след което