Λοιπόν στα τούρκικα

Μετάφραση: λοιπόν, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çeşme, güzel, pınar, kaynak, iyi, sonra, ardından, daha sonra, sonra da, o
Λοιπόν στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λοιπόν

λοιπόν αυτός που γύρευα είμαι, λοιπόν παιδιά μου, λοιπόν περιοδικό, λοιπόν πιστεύεις στον θεό, λοιπόν κοσμικά, λοιπόν λεξικό γλώσσας τούρκικα, λοιπόν στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • λοιδορία στα τούρκικα - alay, aptallar, aptal, ahmaklar, fools, budalalar
  • λοιδορώ στα τούρκικα - alay, kirpik, aptallar, aptal, ahmaklar, fools, budalalar
  • λοξά στα τούρκικα - obliquely, eğik, oblik, eğik olarak, meyilli
  • λοξοδρομώ στα τούρκικα - sırf, dik, katıksız, şeffaf, düpedüz
Τυχαίες λέξεις
Λοιπόν στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: çeşme, güzel, pınar, kaynak, iyi, sonra, ardından, daha sonra, sonra da, o