Μαζικός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: μαζικός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
маса, масов, масово, масата
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μαζικός
μαζικός αδένας, μαζικός αθλητισμός ορισμός, μαζικός αριθμός, μαζικός αθλητισμός, μαζικός αθλητισμός 2013, μαζικός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, μαζικός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- μαζεύομαι στα βουλγαρικά - раболепнича, подмилкване, подлизурствувам, се свият, свият
- μαζεύω στα βουλγαρικά - блато, болото, събирам, събира, събират, събиране на, събере
- μαθήτρια στα βουλγαρικά - зеница, ученичка, гимназистка, на ученичка, ученичка се
- μαθηματικά στα βουλγαρικά - математика, математиката, по математика, Висша математика
Τυχαίες λέξεις
Μαζικός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: маса, масов, масово, масата
Μεταφράσεις: маса, масов, масово, масата