Μαζικός στα φινλανδικά
Μετάφραση: μαζικός, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lauma, joukko, ihmiset, massa, kasaantuva, massan, massaa, massasta, massa on
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μαζικός
μαζικός αδένας, μαζικός αθλητισμός ορισμός, μαζικός αριθμός, μαζικός αθλητισμός, μαζικός αθλητισμός 2013, μαζικός λεξικό γλώσσας φινλανδικά, μαζικός στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- μαζεύομαι στα φινλανδικά - korjata, kasata, noukkia, koota, rypyttää, haalia, kerätä, ...
- μαζεύω στα φινλανδικά - pistää, nokkia, kääriytyä, noukkia, mutasuo, räme, letto, ...
- μαθήτρια στα φινλανδικά - oppilas, opiskelija, koulutyttö, koululainen, schoolgirl, koulutytön
- μαθηματικά στα φινλανδικά - aritmetiikka, aritmeettinen, matematiikka, matematiikan, matematiikkaa, matematiikassa, Mathematics
Τυχαίες λέξεις
Μαζικός στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: lauma, joukko, ihmiset, massa, kasaantuva, massan, massaa, massasta, massa on
Μεταφράσεις: lauma, joukko, ihmiset, massa, kasaantuva, massan, massaa, massasta, massa on