Μαλλί στα βουλγαρικά
Μετάφραση: μαλλί, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
вълна, вата, вълната, вълнени
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μαλλί
μαλλί μερινός, μαλλί προβάτου, μαλλί πλεξίματος online, μαλλί ανκορά, μαλλί για πλέξιμο τιμές, μαλλί λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, μαλλί στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- μαλακώνω στα βουλγαρικά - размеквам, смекчи, омекоти, омекотяват, омекне
- μαλθακός στα βουλγαρικά - изнежен, сибаритски
- μαλλιά στα βουλγαρικά - коса, косата, на косата, дъска, дъска за
- μαλλιαρός στα βουλγαρικά - вълнест, вълнист, вълнено изглеждаща, вълнест мъх, като вълна
Τυχαίες λέξεις
Μαλλί στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: вълна, вата, вълната, вълнени
Μεταφράσεις: вълна, вата, вълната, вълнени