Μαλλί στα δανικά

Μετάφραση: μαλλί, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
uld, ulden, af uld
Μαλλί στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μαλλί

μαλλί μερινός, μαλλί προβάτου, μαλλί πλεξίματος online, μαλλί ανκορά, μαλλί για πλέξιμο τιμές, μαλλί λεξικό γλώσσας δανικά, μαλλί στα δανικά

Μεταφράσεις

  • μαλακώνω στα δανικά - blødgøre, at blødgøre, bløde, blødgør, blødgøres
  • μαλθακός στα δανικά - vanskelig, sart, doven, fin, lækker, delikat, skrøbelig, ...
  • μαλλιά στα δανικά - hår, håret, hair, hårtørrer
  • μαλλιαρός στα δανικά - uldne, ulden, uldagtig, uldent, blakket
Τυχαίες λέξεις
Μαλλί στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: uld, ulden, af uld