Μετρητά στα βουλγαρικά
Μετάφραση: μετρητά, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пари в брой, пари, парични, парични средства, паричните
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μετρητά
μετρητά στο αεροδρόμιο, μετρητά τέλος για αγορές άνω των 1.500 ευρώ, μετρητά άμεσα, μετρητά στην εφορία, μετρητά από πιστωτικές κάρτες, μετρητά λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, μετρητά στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- μετοχή στα βουλγαρικά - причастие, дял, акция, Сподели, Share, Закачи
- μετρ στα βουλγαρικά - специалист, келнер, заемащ, управителя, заемащ най, Салонният управител
- μετρητής στα βουλγαρικά - калибър, метроном, метър, брояч, борба, за борба, обратно, ...
- μετριάζω στα βουλγαρικά - характер, отслабям, ярост, Бате, Bate, Бейт
Τυχαίες λέξεις
Μετρητά στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: пари в брой, пари, парични, парични средства, паричните
Μεταφράσεις: пари в брой, пари, парични, парични средства, паричните