Μπήγω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: μπήγω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
шофиране, карам, управлява, шофирате, задвижване
Μπήγω στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μπήγω

μπήγω συνώνυμα, μπήγω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, μπήγω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • μπέρδεμα στα βουλγαρικά - объркване, обърканост, объркването, до объркване
  • μπέρτα στα βουλγαρικά - плащ, голяма женска кръгла яка, Берта, Bertha, на Берта, Каюта
  • μπαίνω στα βουλγαρικά - психиатър, осанка, въведете, влиза, влезе, влезете
  • μπαγιάτικος στα βουλγαρικά - мухлясал, плесенясал, остарял, мухлясало, плесенясали
Τυχαίες λέξεις
Μπήγω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: шофиране, карам, управлява, шофирате, задвижване