Μπήγω στα λευκορωσικά
Μετάφραση: μπήγω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
штурхаць, ўбіваць, забіваць, упісваць, убіваць, убіць
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μπήγω
μπήγω συνώνυμα, μπήγω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, μπήγω στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- μπέρδεμα στα λευκορωσικά - блытаніна
- μπέρτα στα λευκορωσικά - Берта, Бэрта
- μπαίνω στα λευκορωσικά - ўводзіць, уводзіць
- μπαγιάτικος στα λευκορωσικά - затхлы, застаялай, састаялы, прытхлы, затхлую
Τυχαίες λέξεις
Μπήγω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: штурхаць, ўбіваць, забіваць, упісваць, убіваць, убіць
Μεταφράσεις: штурхаць, ўбіваць, забіваць, упісваць, убіваць, убіць