Νήμα στα βουλγαρικά
Μετάφραση: νήμα, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
нишка, конец, резба, конци, сраници
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νήμα
νήμα noodles, νήμα power pro, νήμα ψαρέματος, νήμα της στάθμης, νήμα για πλέξιμο, νήμα λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, νήμα στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- νέκταρ στα βουλγαρικά - амброзия, нектар, нектара, на нектар, нектари
- νέος στα βουλγαρικά - млад, млада, младия, младата, младият
- νίψιμο στα βουλγαρικά - миене, пране, измиване, промиване, перална
- ναι στα βουλγαρικά - да, Yes, отговорът
Τυχαίες λέξεις
Νήμα στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: нишка, конец, резба, конци, сраници
Μεταφράσεις: нишка, конец, резба, конци, сраници