Νήμα στα ουγγρικά
Μετάφραση: νήμα, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fonál, szál, szálra szűkíthető, menet, menetes, menettel
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νήμα
νήμα noodles, νήμα power pro, νήμα ψαρέματος, νήμα της στάθμης, νήμα για πλέξιμο, νήμα λεξικό γλώσσας ουγγρικά, νήμα στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- νέκταρ στα ουγγρικά - nektár, nektárt, nektárját, nektárjának, a nektár
- νέος στα ουγγρικά - fiatal, fiatalok, a fiatal, ifjú
- νίψιμο στα ουγγρικά - kézöblítés, mosás, mosási, mosógép, mosó, mosást
- ναι στα ουγγρικά - igen, yes, Igen A, az Igen
Τυχαίες λέξεις
Νήμα στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: fonál, szál, szálra szűkíthető, menet, menetes, menettel
Μεταφράσεις: fonál, szál, szálra szűkíthető, menet, menetes, menettel