Παθαίνω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: παθαίνω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
получавам, да получа, получа, ли да получа, аз се
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παθαίνω
πεθαίνω για σένα, παθαίνω συνώνυμο, παθαίνω συνέχεια ουρολοίμωξη, παθαίνω βλάβη, παθαίνω πλάκα, παθαίνω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, παθαίνω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- παζάρι στα βουλγαρικά - базар, Bazaar, чаршия, Чарши
- παζαρεύω στα βουλγαρικά - сделка, трампа, дребна сделка, дребна стока
- παθητικά στα βουλγαρικά - пасивен, пасивна, пасивно, пасивни, пасивното
- παθητικό στα βουλγαρικά - отговорност, пасив, пасиви, задължения, пасивите
Τυχαίες λέξεις
Παθαίνω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: получавам, да получа, получа, ли да получа, аз се
Μεταφράσεις: получавам, да получа, получа, ли да получа, аз се