Παθαίνω στα λιθουανικά

Μετάφραση: παθαίνω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gaunu, man, gauti, galiu gauti, aš gausiu
Παθαίνω στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παθαίνω

πεθαίνω για σένα, παθαίνω συνώνυμο, παθαίνω συνέχεια ουρολοίμωξη, παθαίνω βλάβη, παθαίνω πλάκα, παθαίνω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, παθαίνω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • παζάρι στα λιθουανικά - turgus, Bazaar, turgaus
  • παζαρεύω στα λιθουανικά - derybos, lygimas, Dešimtį, Sudaryti išsamų verslo, Vienas dešimt, Maiņtirdzniecības prekė, išsamų verslo
  • παθητικά στα λιθουανικά - pasyvus, pasyvi, pasyvioji, pasyviai, pasyvaus
  • παθητικό στα λιθουανικά - įsipareigojimai, įsipareigojimų, įsipareigojimus
Τυχαίες λέξεις
Παθαίνω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: gaunu, man, gauti, galiu gauti, aš gausiu