Παθαίνω στα ουκρανικά
Μετάφραση: παθαίνω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дозволяти, постраждати, випробувати, терпіти, Я
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παθαίνω
πεθαίνω για σένα, παθαίνω συνώνυμο, παθαίνω συνέχεια ουρολοίμωξη, παθαίνω βλάβη, παθαίνω πλάκα, παθαίνω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, παθαίνω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- παζάρι στα ουκρανικά - торги, переговори, базар, ринок
- παζαρεύω στα ουκρανικά - угода, батувати, рубати, торгуватися, торгуватись, Dicker
- παθητικά στα ουκρανικά - пасивно, пасивний
- παθητικό στα ουκρανικά - пасиви, обов'язки, зобов'язання, борги, зобов'язань, зобов`язання
Τυχαίες λέξεις
Παθαίνω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: дозволяти, постраждати, випробувати, терпіти, Я
Μεταφράσεις: дозволяти, постраждати, випробувати, терпіти, Я