Παραγωγός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: παραγωγός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
дериват, производно, производни, производно на
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παραγωγός
παράγωγος ζήτηση, παράγωγος ολοκληρώματος, παράγωγος γινομένου, παράγωγος ρίζας, παράγωγος τόξου εφαπτομένης, παραγωγός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, παραγωγός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- παράγραφος στα βουλγαρικά - абзац, параграф, точка, ал, алинея, на параграф
- παράγω στα βουλγαρικά - продукция, раждам, създаване на поколение, размножават, потомство, възпроизводство
- παράγων στα βουλγαρικά - посредник, агент, брокер, вещество
- παράδειγμα στα βουλγαρικά - инстанция, образец, пример, парадигма, падеж, например, напр
Τυχαίες λέξεις
Παραγωγός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: дериват, производно, производни, производно на
Μεταφράσεις: дериват, производно, производни, производно на