Προκαταβάλλω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: προκαταβάλλω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
придвижения, prokatavallo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προκαταβάλλω
προκαταβάλλω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, προκαταβάλλω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- προκαλώ στα βουλγαρικά - повод, предизвикателство, влизане, намеса, предизвикателството
- προκατάληψη στα βουλγαρικά - предубеждение, косо, предразсъдък, отклонение, склонност, пристрастия, пристрастие, ...
- προκαταλαμβάνω στα βουλγαρικά - поглъщам, предразполагам, вдъхвам, завладявам, създавам предубеждение
- προκαταρκτικός στα βουλγαρικά - предварителен, предварителна, предварителния, преюдициално, предварителното
Τυχαίες λέξεις
Προκαταβάλλω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: придвижения, prokatavallo
Μεταφράσεις: придвижения, prokatavallo