Προκαταβάλλω στα τούρκικα
Μετάφραση: προκαταβάλλω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ilerletmek, ilerleme, prokatavallo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προκαταβάλλω
προκαταβάλλω λεξικό γλώσσας τούρκικα, προκαταβάλλω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- προκαλώ στα τούρκικα - neden, kızdırmak, sebep, meydan okuma, sorun, zorluk, meydan, ...
- προκατάληψη στα τούρκικα - önyargı, yanlılık, eğilim, sapma, çapraz
- προκαταλαμβάνω στα τούρκικα - beklemek, aklını çelmek, etkilemek, kafasına takılmak, aklını kurcalamak, cezbetmek
- προκαταρκτικός στα τούρκικα - ön, ilk, geçici, hazırlık, başlangıç
Τυχαίες λέξεις
Προκαταβάλλω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: ilerletmek, ilerleme, prokatavallo
Μεταφράσεις: ilerletmek, ilerleme, prokatavallo