Πυκνός στα βουλγαρικά

Μετάφραση: πυκνός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
набит, здрав, як, гъст жив плет, дебелият
Πυκνός στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πυκνός

πυκνός μαστός, πυκνός αντώνυμα, πυκνόσ μετάφραση, πυκνός και λιτός λόγος, πυκνός συνώνυμα, πυκνός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, πυκνός στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • πυγμαχώ στα βουλγαρικά - лонжерон, борба с петли, шпат, боричкам се, поставям греди
  • πυκνωτής στα βουλγαρικά - кондензатор, кондензатори, кондензатора
  • πυκνότητα στα βουλγαρικά - плътност, гъстота, плътността, плътност на, гъстота на
  • πυκνώνω στα βουλγαρικά - пихтосвам, сгъсти, се сгъсти, сгъстява, сгъстяване на
Τυχαίες λέξεις
Πυκνός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: набит, здрав, як, гъст жив плет, дебелият