Ράγισμα στα βουλγαρικά
Μετάφραση: ράγισμα, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
крекинг, спукване, напукване, напукване на, пукнатини
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ράγισμα
ράγισμα ισχίου, ράγισμα στα πλευρά, ράγισμα λεκάνης, ράγισμα περόνης, ράγισμα πλευρών, ράγισμα λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ράγισμα στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- ράβδωση στα βουλγαρικά - полоса, жилка, ивица, поредни, резки, черта
- ράβω στα βουλγαρικά - шия, шият, шиене, шие, шиете
- ράδιο στα βουλγαρικά - радио, радиото, радиочестотния, радио-, на радиочестотния
- ράθυμος στα βουλγαρικά - леност, мързел, безделие, леността, вялост
Τυχαίες λέξεις
Ράγισμα στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: крекинг, спукване, напукване, напукване на, пукнатини
Μεταφράσεις: крекинг, спукване, напукване, напукване на, пукнатини