Σεξουαλικός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: σεξουαλικός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сексуален, полов, сексуална, сексуално, сексуалната
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σεξουαλικός
σεξουαλικός τουρισμός, σεξουαλικόσ σαδισμόσ, σεξουαλικός αυτισμός, σεξουαλικός διμορφισμός, σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα, σεξουαλικός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, σεξουαλικός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- σεντόνι στα βουλγαρικά - платно, лист, лист за, листа, листов
- σεξ στα βουλγαρικά - сексуалност, пол, секс, пола, секса
- σεξουαλικότητα στα βουλγαρικά - сексуалност, сексуалността, на сексуалността
- σεπτός στα βουλγαρικά - почитан, уважаван, древен, вековни, вековна
Τυχαίες λέξεις
Σεξουαλικός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: сексуален, полов, сексуална, сексуално, сексуалната
Μεταφράσεις: сексуален, полов, сексуална, сексуално, сексуалната