Σεξουαλικός στα δανικά
Μετάφραση: σεξουαλικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
seksuel, seksuelle, seksuelt, sex
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σεξουαλικός
σεξουαλικός τουρισμός, σεξουαλικόσ σαδισμόσ, σεξουαλικός αυτισμός, σεξουαλικός διμορφισμός, σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα, σεξουαλικός λεξικό γλώσσας δανικά, σεξουαλικός στα δανικά
Μεταφράσεις
- σεντόνι στα δανικά - blad, lagen, ark, arket, plade, plader
- σεξ στα δανικά - køn, Sex, af køn, koen
- σεξουαλικότητα στα δανικά - seksualitet, seksualiteten, seksuelle, sexualitet
- σεπτός στα δανικά - ærværdige, ærværdig, ærværdigt, hæderkronede, venerable
Τυχαίες λέξεις
Σεξουαλικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: seksuel, seksuelle, seksuelt, sex
Μεταφράσεις: seksuel, seksuelle, seksuelt, sex